Ατάσθαλος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ατάσθαλος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
irregularidade, irregularidades, a irregularidade, de irregularidades
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατάσθαλος
ατάσθαλος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ατάσθαλος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ασύστολος στα πορτογαλικά - impiedoso, implacável, cruel, Inclemente, Ruthless
- ατάραχος στα πορτογαλικά - calmo, quieto, composto, tranquilo, sossegado, sereno, impassível, ...
- ατέλεια στα πορτογαλικά - imperfeição, imperfeições, a imperfeição, falha
- αταβισμός στα πορτογαλικά - atavismo, o atavismo, atavism, atavismos
Τυχαίες λέξεις
Ατάσθαλος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: irregularidade, irregularidades, a irregularidade, de irregularidades
Μεταφράσεις: irregularidade, irregularidades, a irregularidade, de irregularidades