Λέξη: πύλη
Σχετικές λέξεις: πύλη
πύλη των λεόντων, πύλη λεξικό, πύλη του βρανδεμβούργου, πύλη αξιού θεσσαλονίκη, πύλη ερμής, πύλη αξιού, πύλη για την ελληνική γλώσσα, πύλη περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, πύλη αξιού live clubbing, πύλη του αδριανού, ελληνική πύλη, η πύλη, πύλη ελληνικής γλώσσας, πυλη, πύλη της ελληνικής, εκπαιδευτική πύλη
Συνώνυμα: πύλη
πόρτα, θύρα, εξώθυρα, αυλόπορτα, πυλών, διάβαση, διασταύρωση, διαπόρθμευση, διάπλους, σταύρωση
Μεταφράσεις: πύλη
πύλη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
portal, gate, gateway, the gate, gate of
πύλη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
portillo, puerta, verja, puerta de, compuerta, portón, entrada
πύλη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zugang, torweg, ausfahrt, portal, gatter, tor, einfahrt, ausgangspunkt, schranke, pforte, anguss, flugsteig, Gate, Gatter
πύλη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
barrière, barrage, porte, guichet, but, portail, entrée, vanne, barre, portique, portillon, passerelle, grille, la porte
πύλη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
portale, cancello, porta, gate, cancello di, di gate
πύλη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abrir, entrada, passagem, portátil, gasolina, porta, portão, portão de, gate, porta de
πύλη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
entree, deur, toegang, poort, draaihek, ingang, gate, hek, de poort
πύλη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вход, шлагбаум, литник, застава, ворота, подворотня, портал, калитка, выход, тамбур, заслонка, ворот, затвор, воротами, врата
πύλη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
port, portal, gate, porten
πύλη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grind, port, portal, gate, grinden, porten
πύλη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ovi, veräjä, portti, hila, porttikäytävä, oviaukko, portin, gate, portille, portilla
πύλη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dør, port, låge, gate, porten, indgangen, gaten
πύλη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrata, portál, vjezd, branka, dveře, závora, brána, vchod, gate, hradlo, branou
πύλη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bramka, portal, przejście, gromadzić, wejście, furtka, pomost, zapora, szlaban, wrota, brama, bramy, gate, bramę
πύλη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kapubejárat, szállítóvájat, kapu, kaput, kapun, kapuja, gate
πύλη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapı, Gate, kapısı, geçit, geçidi
πύλη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брама, коміра, підворіття, ворота, вхід, транспортування
πύλη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
portë, portali, porta, dera, porta e, portës
πύλη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
порта, врата, портата, вратата, врати
πύλη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзьверы, шлагбаум, вароты, брама, браму, брамы
πύλη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
portaal, juurdepääs, värav, värava, gate, väravast, väravas
πύλη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vratima, kapija, portala, veža, ulaz, portal, vrata, su vrata, gate
πύλη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlið, hliðið, Gate, hliðinu
πύλη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
porta, ianua
πύλη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vartai, Gate, vartų, loginio elemento, loginių elementų
πύλη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vārti, vārtu, vārtiem, gate, ventiļu
πύλη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
портата, порта, врата, капија, вратата
πύλη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poartă, poarta, poarta de, gate, porți
πύλη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brána, gate, vrata, vrat, zapornica, vratih
πύλη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
brána, východ, brať, braná, brány, bránu