Διακηρύσσω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διακηρύσσω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reconhecer, confessar, professar, labareda, chama, incêndio, chamas, blaze
Διακηρύσσω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακηρύσσω

διακηρύσσω συνώνυμο, διακηρύσσω συνώνυμα, διακηρύσσω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διακηρύσσω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διακανονισμός στα πορτογαλικά - arranjo, disposição, ajuste, liquidação, de liquidação, assentamento, estabelecimento, ...
  • διακεκριμένος στα πορτογαλικά - proeminente, destaque, proeminentes, de destaque, importante
  • διακλάδωση στα πορτογαλικά - ramo, filial, galho, ramificação, sucursal
  • διακοπές στα πορτογαλικά - féria, férias, furo, desocupar, feriado, feriados, Holidays, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακηρύσσω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reconhecer, confessar, professar, labareda, chama, incêndio, chamas, blaze