Λέξη: φορτηγάκι
Σχετικές λέξεις: φορτηγάκι
φορτηγάκι vw, φορτηγάκι μεταχειρισμένο, φορτηγάκι έπεσε από ύψος 8 μέτρων στην παραλία-νεκρός ο οδηγός, piaggio φορτηγάκι, φορτηγάκι ανατροπη, φορτηγάκι fiat, φορτηγάκι με κινητήρα 1.000 ίππων, φορτηγάκι ψυγείο, φορτηγάκι ενοικίαση, φορτηγάκι diesel
Μεταφράσεις: φορτηγάκι
φορτηγάκι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
van, truck, the van, a van
φορτηγάκι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
camioneta, furgoneta, van, de Van, furgón
φορτηγάκι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
möbelwagen, lkw, vorhut, vortrupp, lastwagen, Transporter, Lieferwagen, Wagen, van, Kastenwagen
φορτηγάκι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fourgon, chariot, fourgonnette, voiture, van, camionnette, camion
φορτηγάκι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
furgone, camioncino, van, un furgone, furgoncino
φορτηγάκι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
válvula, van, camionete, furgão, van de
φορτηγάκι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestelwagen, bestelauto, busje, van
φορτηγάκι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кино, веялка, пикап, крыло, фура, фургон, авангард, ван, Van, автофургон
φορτηγάκι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
van, varebil
φορτηγάκι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
van, skåpbil
φορτηγάκι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eturyhmä, tunnustelijat, pakettiauto, van
φορτηγάκι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
van, varevogn
φορτηγάκι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dodávka, vůz, van, fotka
φορτηγάκι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wagon, furgonetka, furgon, wóz, półciężarówka, awangarda, van, dostawczy
φορτηγάκι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
arcvonal, furgon, front, élvonal, szélmalomkar, kisteherautó, van
φορτηγάκι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kamyonet, van, Van'da, minibüs
φορτηγάκι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фургон, крило, віялка, фургон фургон
φορτηγάκι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furgon, van, Pamjeje
φορτηγάκι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
авангард, фургон, Ван, Van, микробус, на Ван
φορτηγάκι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фургон
φορτηγάκι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
furgoon, avangard, tuulamisnõu, hüvisvõrk, eelvägi, pakiauto, van, kaubikud, kaubik
φορτηγάκι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
furgon, prikolica, prethodnica, kombi, van, je Van
φορτηγάκι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
van
φορτηγάκι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
furgonas, van, autobusiukas
φορτηγάκι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
van, furgons
φορτηγάκι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ван, комби, комбе, комбето, van
φορτηγάκι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
avangardă, furgonetă, van, utilitară, furgon, dubă
φορτηγάκι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
van
φορτηγάκι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dodávka, van, vaní