Εξοργίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εξοργίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exasperar, exasperate, irritar, exasperam, exaspere
Εξοργίζω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοργίζω

εξοργίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξοργίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εξορία στα πορτογαλικά - exilar, desenterrar, exílio, deportado, expulsão, exilado, o exílio, ...
  • εξορίζω στα πορτογαλικά - desenterrar, deportado, exílio, exilar, expulsão, banir, afastar, ...
  • εξοργισμένος στα πορτογαλικά - furioso, furiosa, furiosos, furious, furiosas
  • εξορκίζω στα πορτογαλικά - escamotear, exorcizar, exorcizá, exorcize, exorciza, exorcizar a
Τυχαίες λέξεις
Εξοργίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: exasperar, exasperate, irritar, exasperam, exaspere