Επίταξη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επίταξη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
requisição, requerer, renque, sequestro, requisição de, de requisição, solicitação, da requisição
Επίταξη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίταξη

επίταξη εκπαιδευτικών, επίταξη μετρό, επίταξη σημαίνει, επίταξη βικιπαίδεια, επίταξη τι σημαίνει, επίταξη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επίταξη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επίσκοπος στα πορτογαλικά - bispo, Bishop, Dom, o Bispo, D.
  • επίσπευση στα πορτογαλικά - aceleração, de aceleração, a aceleração, aceleração de, acceleration
  • επίτευγμα στα πορτογαλικά - seguir, perseguição, acossar, perseguir, realização, consecução, obtenção, ...
  • επίτευξη στα πορτογαλικά - realização, consecução, obtenção, atingir, alcançar
Τυχαίες λέξεις
Επίταξη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: requisição, requerer, renque, sequestro, requisição de, de requisição, solicitação, da requisição