Λέξη: πεζοναύτης

Σχετικές λέξεις: πεζοναύτης

ο πεζοναύτης, πεζοναύτης σημασία, κουρείο πεζοναύτης

Συνώνυμα: πεζοναύτης

ναυτιλία

Μεταφράσεις: πεζοναύτης

πεζοναύτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
marine, US Marine, a Marine

πεζοναύτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
marítimo, marino, marina, marinos, marinas

πεζοναύτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
marine, Meeres-, Meeres, marinen

πεζοναύτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marine, naval, marinier, flotte, marin, maritime, marines, marins

πεζοναύτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marino, marittimo, marina, marine, marini

πεζοναύτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
marinha, marinho, marinhos, marítimo, marinhas

πεζοναύτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
marinier, zee-, mariene, marine, zee

πεζοναύτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
морской, флот, Лодка, морских, Marine, морские

πεζοναύτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
marine, marin, marint, maritime

πεζοναύτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
marin, marina, marint, havs

πεζοναύτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
meri-, meren, meriympäristön, meriliikenteessä, merten

πεζοναύτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
marine, marin, hav-, havets, i havet

πεζοναύτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
námořnictvo, námořnictví, námořní, námořník, mořský, lodní, loďstvo, mořské, mořských, mořští

πεζοναύτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
marynarski, marynarka, marynarz, marynistyka, morski, marynistyczny, flota, Marine, morskich, morskie

πεζοναύτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tengerészet, tengerész, tengerészgyalogos, tengeri, a tengeri, tengeri hajózásban, tengerészeti, tengervédelmi

πεζοναύτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deniz, Marine, denizel, Denizcilik

πεζοναύτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маринади, морський, морської, морській, морською, морського

πεζοναύτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detar, detare, Marine, detare të, Marinës

πεζοναύτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
морски, морската, морска, морските, морското

πεζοναύτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
марскі, марской

πεζοναύτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mereväelane, mere-, mere, merekeskkonna, vete, mereliste

πεζοναύτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
morski, mornarica, mornar, mornarički, pomorski, Marine, morskog, brodski, pomorska

πεζοναύτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjávar, Marine, sjávarafurða, sjó, í sjó

πεζοναύτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jūrų, Marine, jūros, jūrinis, jūrinių

πεζοναύτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jūras, Marine, kuģu, flotes, Jūrniecības objektu

πεζοναύτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
морски, морските, морскиот, поморски, морска

πεζοναύτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
marin, marine, marină, maritim, maritime

πεζοναύτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
marine, morsko, morski, morskih, morske

πεζοναύτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lodní, loďstvo, morská, morský, morského, morské
Τυχαίες λέξεις