Λέξη: πικρά
Σχετικές λέξεις: πικρά
πικραμύγδαλα, πικρά χείλη, πικρά χόρτα, πικρά αμύγδαλα, πικρά αγγούρια, πικρά καλοκαίρια έμαθα κοντά σου να περνώ, πικρά βότανα, πικρά φεγγάρια, πικρά κεράσια. δημήτρης αλεξίου, πικρά κεράσια
Συνώνυμα: πικρά
πίκρα, αγριά, αψίνθιο, πικρία, πικράδα, δριμύτητα, φαρμάκι
Μεταφράσεις: πικρά
πικρά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bitterly, bitter, bitters, bitter tasting
πικρά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amargamente, amargo, amarga, amargas, amargos, amargado
πικρά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bitter, bitteren, bittere, bitterer
πικρά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amèrement, saumâtre, amer, amère, amères, amers, âpre
πικρά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amaro, amara, amarognolo, amare, amari
πικρά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amargo, amarga, amargas, bitter, amargos
πικρά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bitter, bittere, verbitterd
πικρά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
горько, горький, горькая, горьким, горькое
πικρά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bitter, bitre, bittert
πικρά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bitter, bittra, bittert, besk, beska
πικρά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karvaasti, katkera, karvas, katkeran, katkeria, kitkerä
πικρά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bitter, bitre, bittert
πικρά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hořce, hořký, hořká, hořké, bitter, hořkou
πικρά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zajadle, ciężko, napastliwie, zawzięcie, silnie, gorzko, głęboko, gorzki, gorzkie, gorzka, bitter, gorzkiej
πικρά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keservesen, keserű, keserû, kesernyés, a keserű, elkeseredett
πικρά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acı, acı bir, bitter, sert
πικρά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гірко, гіркий, Горький, гіркого
πικρά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i hidhur, hidhur, e hidhur, të hidhur, hidhura
πικρά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
горчив, горчиво, горчива, горчивия, горчиви
πικρά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
горкі
πικρά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kibedalt, vastuvõetamatult, mõru, kibe, kibeda, bitter, kibedat
πικρά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gorak, ogorčen, gorko, gorka, gorke
πικρά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bitur, biturt, beiskt, beiskju, beisk
πικρά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kartus, kartumas, kartaus, Gorkij, kartūs
πικρά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rūgts, rūgti, rūgta, bitter, rūgtu
πικρά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
горчливо, горчлива, горчливи, горчлив, горчливата
πικρά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amar, amară, amare, amara, bitter
πικρά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bitter, grenko, grenak, grenka, grenkega
πικρά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
horký, trpký, horké