Εφαρμόσιμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εφαρμόσιμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aplicável, aplicáveis, disso, aplica, aplicável de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφαρμόσιμος
εφαρμόσιμος συνώνυμα, εφαρμόσιμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εφαρμόσιμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εφαρμοστός στα πορτογαλικά - colante, pegado a pele, que se cola à pele
- εφαρμόζω στα πορτογαλικά - usar, administre, empregar, aplicar, aplica, aplicam, se aplicam, ...
- εφεδρεία στα πορτογαλικά - reserva, guardar, reservar, ressentir, reserva de, de reserva, reservas, ...
- εφεδρικός στα πορτογαλικά - reservar, ressentir, guardar, reserva, backup, de backup, apoio, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφαρμόσιμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aplicável, aplicáveis, disso, aplica, aplicável de
Μεταφράσεις: aplicável, aplicáveis, disso, aplica, aplicável de