Κοσμώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κοσμώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adornar, decorar, ornamentar, graça, a graça, carência, grace, de carência
Κοσμώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοσμώ

κοσμώ συνώνυμα, κοσμώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοσμώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κοσμικός στα πορτογαλικά - advogado, acamar, configuração, deitar, estender, mundano, mundana, ...
  • κοσμιότητα στα πορτογαλικά - decência, a decência, decoro, da decência, pudor
  • κοστίζω στα πορτογαλικά - custar, custo, custos, kostizo
  • κοστούμι στα πορτογαλικά - sugestão, traje, caber, pleito, veste, processo, convir, ...
Τυχαίες λέξεις
Κοσμώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: adornar, decorar, ornamentar, graça, a graça, carência, grace, de carência