Μίσθωση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μίσθωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arrendar, arrendamento, concessão, locação, de locação, leasing
Μίσθωση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μίσθωση

μίσθωση κατοικίας, μίσθωση κατοικίας ελάχιστη διάρκεια, μίσθωση ξενοδοχείου, μίσθωση περιπτέρου, μίσθωση αγροτεμαχίων, μίσθωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μίσθωση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μίξερ στα πορτογαλικά - liqüidificador, liquidificador, misturador, blender, misturadora
  • μίσθωμα στα πορτογαλικά - aluguel, alugar, renda, arrendar, aluguer
  • μίσος στα πορτογαλικά - ódio, chapéu, odiar, o ódio, do ódio, ao ódio, ódios
  • μίσχος στα πορτογαλικά - tronco, boi, caule, haste, da haste
Τυχαίες λέξεις
Μίσθωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arrendar, arrendamento, concessão, locação, de locação, leasing