Ναύτης στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ναύτης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
asfaltar, partir, navegador, alcatrão, piche, marinheiro, sailor, do marinheiro, de sailor, de marinheiro
Ναύτης στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ναύτης

ναύτης εικόνα, ναύτης και καντηλαναφτης, ναύτης στα αρχαία, ναύτησ τησ κροστάνδησ, ναύτης βγήκε στη στεριά, ναύτης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ναύτης στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ναυτιλία στα πορτογαλικά - pilotagem, enjoar, navegação, remessa, transporte, envio, de envio, ...
  • ναύαρχος στα πορτογαλικά - almirante, Admiral, o Almirante, do almirante
  • νεανικός στα πορτογαλικά - jovem, juventude, justificar, juvenil, jovial, da juventude
  • νεαρός στα πορτογαλικά - criança, jovem, rapaz, jovens, o, novo, juventude, ...
Τυχαίες λέξεις
Ναύτης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: asfaltar, partir, navegador, alcatrão, piche, marinheiro, sailor, do marinheiro, de sailor, de marinheiro