Marinheiro στα ελληνικά
Μετάφραση: marinheiro, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ναύτης, ναυτικός, ναύτη, ναυτικό, ναυτικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- marido στα ελληνικά - κέλυφος, έλυτρο, σύζυγος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
- marinha στα ελληνικά - κοντά, ναυτικό, θαλάσσια, θαλάσσιο, θαλάσσιων, θαλάσσιου, θαλάσσιας
- mariposa στα ελληνικά - πεταλούδα, σκώρος, σκώρο, σκόρου, σκώρου, σκώρων
- marreta στα ελληνικά - σφυροκοπώ, βαριοπούλα, βαριά, βαριά για, βαρειά, βαριοπούλα για
Τυχαίες λέξεις
Marinheiro στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ναύτης, ναυτικός, ναύτη, ναυτικό, ναυτικού
Μεταφράσεις: ναύτης, ναυτικός, ναύτη, ναυτικό, ναυτικού