Προσκείμενος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: προσκείμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apenso, junto, contíguo, adjacente, adjacentes, ao lado, lado
Προσκείμενος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσκείμενος

φίλα προσκείμενοσ, προσκείμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσκείμενος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • προσθήκη στα πορτογαλικά - adenda, adendo, aditamento, anexo, aditivo
  • προσκαλώ στα πορτογαλικά - convide, convite, convidar, convidamos, convidá, convidam
  • προσκολλώμαι στα πορτογαλικά - colar, aderir, agarrar, aderente, cling, agarram, se agarram
  • προσκομίζω στα πορτογαλικά - elevar, cultivar, engendrar, suspender, pôr, produto, erguer, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσκείμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: apenso, junto, contíguo, adjacente, adjacentes, ao lado, lado