Λέξη: χρόνιος

Σχετικές λέξεις: χρόνιος

χρόνιος θυρεοειδισμός, χρόνιος αλκοολισμός, χρόνιος πόνος, χρόνιος δερματικός ερυθηματώδης λύκος, χρόνιος βήχας, χρόνιος ξηρός βήχας, χρόνιος πυελικός πόνος, χρόνιος νευροπαθητικός πόνος, χρόνιος πόνος στη μέση, χρόνιος χαμηλός πυρετός

Συνώνυμα: χρόνιος

παλιός, γέρικος, γεροντικός, παλαιός, ηλικιωμένος, μακρύς, μάκρος, διαρκής, αδιάσπαστος, μανιώδης, βαθειά ριζωμένος

Μεταφράσεις: χρόνιος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chronic, permanence
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crónico, crónica, crónicas, crónicos, crónica de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
notorisch, chronisch, chronischen, chronische, chronischer, chronischem
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chronique, chroniques
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cronico, cronica, croniche, cronici
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crônico, crônica, crónica, crônicas, crónico
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
chronisch, chronische, een chronische, van chronische, de chronische
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
привычный, хронический, постоянный, застарелый, застойный, хроническая, хронической, хроническое, хронические
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kronisk, kroniske
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kronisk, kroniska, kroniskt, den kroniska, av kronisk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
krooninen, kroonisen, kroonista, kroonisten, krooniset
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kronisk, kroniske, af kronisk
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chronický, chronické, chronická, chronickou, chronického
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nałogowy, chroniczny, przewlekłe, przewlekła, przewlekłą, przewlekłej
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
krónikus, idült, a krónikus, tartós
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kronik, kronik bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хронік, хронічна, хронічний, хронічне, хронічного
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kronik, kronike, kronike të, kronike e, i vazhdueshëm
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хроничен, хронична, хронично, хронични, хроничната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хранічны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
krooniline, kroonilise, krooniliste, kroonilised, kroonilist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kroničnih, kroničnom, kronični, kroničan, kronična, kronične, kroničnog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
langvarandi, langvinna, langvinn, langvinnri, langvinnur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lėtinis, lėtinė, lėtinio, lėtinės, lėtiniu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
hronisks, hroniska, hroniskas, hronisku, hroniskā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хроничната, хронични, хронична, хроничен, хронично
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cronic, cronică, cronice, cronica
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kronična, kronične, kronično, kronični, kroničnih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chronický, vleklý, chronická, chronické, chronickej, chronickým
Τυχαίες λέξεις