Στριγκλίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στριγκλίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gritar, fermento, bradar, berrar, grito, riscar, guincho, guinchar, Screech, de Screech, da Screech
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στριγκλίζω
στριγκλίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στριγκλίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στρες στα πορτογαλικά - fortificar, pressão, recalcar, sublinhar, esforçar, reforçar, força, ...
- στριγγλίζω στα πορτογαλικά - berrar, grito, vagão, lamento, fermento, guinchou
- στριγκλιά στα πορτογαλικά - grito, guincho, guinchar, Screech, de Screech, da Screech
- στριμώχνω στα πορτογαλικά - esquina, agachar-se, nicho, canto, aperto, sanduíche, sandwich, ...
Τυχαίες λέξεις
Στριγκλίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gritar, fermento, bradar, berrar, grito, riscar, guincho, guinchar, Screech, de Screech, da Screech
Μεταφράσεις: gritar, fermento, bradar, berrar, grito, riscar, guincho, guinchar, Screech, de Screech, da Screech