Στριγκλίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: στριγκλίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skrik, skräna, rop, gallskrika, ropa, skrika, vråla, screech, tjut, skräll, skri
Στριγκλίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στριγκλίζω

στριγκλίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, στριγκλίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • στρες στα σουηδικά - spänning, stress, betona, accent, påfrestning, tryck, stressen, ...
  • στριγγλίζω στα σουηδικά - skrika, rop, gallskrika, skräna, ropa, vråla, skrik, ...
  • στριγκλιά στα σουηδικά - skrik, skrika, screech, tjut, skräll, skri
  • στριμώχνω στα σουηδικά - vinkel, hörn, vrå, krama, klämma, smörgås, sandwich
Τυχαίες λέξεις
Στριγκλίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: skrik, skräna, rop, gallskrika, ropa, skrika, vråla, screech, tjut, skräll, skri