Συμψηφισμός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συμψηφισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compensação, recompensa, compensando, compensar, compensação de, a compensação
Συμψηφισμός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμψηφισμός

συμψηφισμός φπα με επιστροφή φόρου, συμψηφισμός χρεών με το δημόσιο, συμψηφισμός πελατη προμηθευτη 2014, συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων, συμψηφισμός φπα 2014, συμψηφισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμψηφισμός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συμφωνία στα πορτογαλικά - tratados, ajuste, acordo, anuir, convenção, concordar, contrato, ...
  • συμφωνώ στα πορτογαλικά - convir, ajustar, estipular, tresandar, concordar, corresponda, acostar, ...
  • συν στα πορτογαλικά - positivo, emenda, mais, adição, acréscimo, soma, abismar-se, ...
  • συνάγω στα πορτογαλικά - concluir, deduza, inferir, deduzir, dedicar, deduzimos, se deduzir, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμψηφισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: compensação, recompensa, compensando, compensar, compensação de, a compensação