Φωναχτά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: φωναχτά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alto, em voz alta, voz alta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φωναχτά
φωναχτά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φωναχτά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- φωνάζω στα πορτογαλικά - riscar, berrar, bradar, fermento, gritar, grito, chorar, ...
- φωνή στα πορτογαλικά - livro, sondo, som, soar, são, alma, auscultar, ...
- φωνητικός στα πορτογαλικά - fonético, vocal, vocais, voz
- φωτίζω στα πορτογαλικά - acender, ligeiro, elevador, alar, luminosidade, débil, fraco, ...
Τυχαίες λέξεις
Φωναχτά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alto, em voz alta, voz alta
Μεταφράσεις: alto, em voz alta, voz alta