Λέξη: κληρονόμος

Σχετικές λέξεις: κληρονόμος

κληρονόμος οδοντίατρος, κληρονόμος mega, κληρονόμος με απογραφή, κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής, κληρονόμος travel, κληρονόμος νικόλας, κληρονόμος αγγλικά, κληρονόμος ταινία, κληρονόμος επ ωφελεία απογραφής, κληρονόμος κωνσταντίνος

Συνώνυμα: κληρονόμος

κληροδόχος, δικαιούχος, έχων την επικαρπία, ευεργετούμενος

Μεταφράσεις: κληρονόμος

κληρονόμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
successor, heir, heiress, inheritor, beneficiary, heir to

κληρονόμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sucesor, heredero, heredera, heredero de, el heredero, herederos

κληρονόμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachfolger, Erbe, Erben, Erbin, Nachfolger

κληρονόμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dauphin, successivement, successeur, héritier, héritière, l'héritier, héritiers

κληρονόμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
seguace, erede, l'erede, eredi, dell'erede

κληρονόμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descendente, sucessor, herdeiro, herdeira, o herdeiro, heir, herdeiros

κληρονόμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opvolgster, opvolger, afstammeling, nazaat, nakomeling, erfgenaam, erfgenaam van, erfgename, de erfgenaam

κληρονόμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продолжатель, наследник, преемник, наследником, наследника, наследницей, наследница

κληρονόμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etterfølger, arving, arvingen, arve, arvtaker, arvinger

κληρονόμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
efterföljare, efterträdare, arvinge, arvtagare, arvingen, arvtagaren, ärva

κληρονόμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seuraaja, perillinen, perijä, perillisen, perilliseksi, perillistä

κληρονόμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arving, arvingen, arvtager, arvinger

κληρονόμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
následník, následovník, nástupce, dědic, dědicem, dědice, dědičkou, dědici

κληρονόμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziedzic, sukcesor, spadkobierca, następca, dziedzicem, spadkobiercą

κληρονόμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
örökös, örököse, örököst, örökösének, örökösét

κληρονόμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ardıl, halef, mirasçı, varisi, mirasçısı, varis, vârisi

κληρονόμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наступник, спадкоємець

κληρονόμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasardhës, trashëgimtar, trashëgimtari, trashëgimtari i, trashëgimtar i

κληρονόμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наследник, наследник на, наследника, наследница, наследникът

κληρονόμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спадчыннік, наследнік, нашчадак, спадчыньнік, спадкаемец

κληρονόμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järglane, pärija, pärijale, pärijaks, pärijal, pärijad

κληρονόμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nasljednik, baštinik, nasljednika, nasljednica, nasljednikom

κληρονόμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
arf, erfingi, erfinginn, erfingja, erfa

κληρονόμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įpėdinis, paveldėtojas, paveldėtoja, įpėdiniu

κληρονόμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mantinieks, mantiniekam, mantinieka, mantiniece

κληρονόμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наследникот, наследник, за наследник, наследник на, наследници

κληρονόμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
moștenitor, moștenitorul, mostenitor, mostenitorul, moștenitoare

κληρονόμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
následník, dedič, dedinja, dediča, naslednik, naslednica

κληρονόμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
následník, dedič, dedičom, potomok, dediča

Στατιστικά δημοτικότητας: κληρονόμος

Τυχαίες λέξεις