Χρόνιος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: χρόνιος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crônico, crônica, crónica, crônicas, crónico
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρόνιος
χρόνιος θυρεοειδισμός, χρόνιος αλκοολισμός, χρόνιος πόνος, χρόνιος δερματικός ερυθηματώδης λύκος, χρόνιος βήχας, χρόνιος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, χρόνιος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- χρωστικός στα πορτογαλικά - coloração, colorir, corante, de coloração, para colorir
- χρωστώ στα πορτογαλικά - aniquilar, dever, acabrunhar, oprima, deva, devo, eu devo, ...
- χρόνος στα πορτογαλικά - bocejo, madeira, ano, tempo, vez, hora, momento, ...
- χρώμα στα πορτογαλικά - cor, color, de cor, de cores, a cor
Τυχαίες λέξεις
Χρόνιος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: crônico, crônica, crónica, crônicas, crónico
Μεταφράσεις: crônico, crônica, crónica, crônicas, crónico