Лоснящийся στα ελληνικά
Μετάφραση: лоснящийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στιλπνός, άψογος, γλοιώδης, γυαλιστερός, καλοφτιαγμένος, λαμπερός, λαμπερά, λαμπερό, γυαλιστερό, γυαλιστερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бриг στα ελληνικά - βρίκιο, φυλακή, brig, μπρίκιο, Μπριγκ
- виновность στα ελληνικά - ενοχή, εγκληματικότητα, ενοχής, την ενοχή, ενοχές, η ενοχή
- восклицательный στα ελληνικά - επιφωνηματικός, επιφωνηματικές
- дифференциация στα ελληνικά - διάκριση, διαφορά, διαφοροποίηση, διαφοροποίησης, τη διαφοροποίηση
Τυχαίες λέξεις
Лоснящийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στιλπνός, άψογος, γλοιώδης, γυαλιστερός, καλοφτιαγμένος, λαμπερός, λαμπερά, λαμπερό, γυαλιστερό, γυαλιστερά
Μεταφράσεις: στιλπνός, άψογος, γλοιώδης, γυαλιστερός, καλοφτιαγμένος, λαμπερός, λαμπερά, λαμπερό, γυαλιστερό, γυαλιστερά