Εξονυχιστικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εξονυχιστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
темелно, темелна, темелни, детална, целосна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξονυχιστικός
εξονυχιστικόσ συνώνυμα, εξονυχιστικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εξονυχιστικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εξομολογώ στα σλαβομακεδονικά - Признавам, исповеда, исповедаат, исповедаме, признаам
- εξομολόγηση στα σλαβομακεδονικά - исповед, признание, вероисповед, исповед на, исповедта
- εξοπλίζω στα σλαβομακεδονικά - Опрема, монтирам, Риг, тоалет, екипаж
- εξοπλισμός στα σλαβομακεδονικά - опрема, опремата, на опрема, опрема за
Τυχαίες λέξεις
Εξονυχιστικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: темелно, темелна, темелни, детална, целосна
Μεταφράσεις: темелно, темелна, темелни, детална, целосна