Ρουφήχτρα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ρουφήχτρα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Вител, вир, вртлогот, вителот, џакузи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρουφήχτρα
ρουφήχτρα ελιασ, θαλάσσια ρουφήχτρα, ρουφήχτρα βικιπαιδεια, ρουφήχτρα στη θάλασσα, ρουφήχτρα λετονια, ρουφήχτρα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ρουφήχτρα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ρουσφέτι στα σλαβομακεδονικά - расипува, пленот, плен, колачот, пленот од претходната победа
- ρουτίνα στα σλαβομακεδονικά - рутина, рутински, рутинско, рутинска, рутинските
- ρουφώ στα σλαβομακεδονικά - си го цица, цица, да си го цица, всмуквам, цицаат
- ρουχισμός στα σλαβομακεδονικά - облека, облеката, облека за, на облека
Τυχαίες λέξεις
Ρουφήχτρα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: Вител, вир, вртлогот, вителот, џакузи
Μεταφράσεις: Вител, вир, вртлогот, вителот, џакузи