Ακατέργαστος στα σουηδικά
Μετάφραση: ακατέργαστος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plump, rå, grov, råa, obehandlad, raw
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακατέργαστος
ακατέργαστος συνώνυμα, ακατέργαστος χαλαζίας, ακατέργαστος λίθος, ακατέργαστος καπνός, ακατέργαστος συνώνυμο, ακατέργαστος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ακατέργαστος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ακατάλληλος στα σουηδικά - olämplig, olämpliga, olämpligt, lämpar, lämpar sig
- ακατάστατος στα σουηδικά - slarvig, skräpig, slovenly, slarvigt, hafsig, ovårdade
- ακαταστασία στα σουηδικά - oreda, oordning, untidiness, Oordning, rörig
- ακατοίκητος στα σουηδικά - uninhabitable, obeboeliga, obeboeligt, obeboelig
Τυχαίες λέξεις
Ακατέργαστος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: plump, rå, grov, råa, obehandlad, raw
Μεταφράσεις: plump, rå, grov, råa, obehandlad, raw