Λέξη: σφουγγαρίστρα

Σχετικές λέξεις: σφουγγαρίστρα

σφουγγαρίστρα μετάφραση, σφουγγαρίστρα vileda, σφουγγαρίστρα τιμές, σφουγγαρίστρα γερμανικα, ηλεκτρική σκούπα-σφουγγαρίστρα, σφουγγαρίστρα επαγγελματική, σφουγγαρίστρα στα αγγλικα, ηλεκτρική σφουγγαρίστρα, σφουγγαρίστρα με σφουγγάρι, σφουγγαρίστρα ατμού

Συνώνυμα: σφουγγαρίστρα

πικρά μαλλιά

Μεταφράσεις: σφουγγαρίστρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mop, of mop, cleaning mop, the mop, a mop
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fregona, trapeador, mopa, mop, la fregona
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schrubber, mopp, Mopp, Mop, Wisch, Wischmopp
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chiffe, haillon, loque, moue, grimace, essuyer, torchon, effacer, torcher, guenille, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scopa, mop, del mop, spazzolone, mocio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esfregão, MOP, espanador, esfregona, rodilha
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dweilen, zwabber, mop, dweil
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тампон, космы, шапка, швабра, СС, MOP, шваброй, швабры
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mopp, moppen, moppe, mop
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mopp, moppen, mop
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
moppi, mopilla, MOP, kuivata, mopin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
moppe, mop, moppen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
grimasa, vytřít, otřít, hadr, smeták, mop, mopem, stopce, na stopce, lamelový
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ścierka, włosy, kłak, szmata, fryzura, zmywak, czupryna, szopa, miotła, grymas, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
babuskám, nyüstbojt, tisztítórongy, pamacs, rongykorong, arcfintor, mop, felmosó, felmosórongyot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paspas, mop, temizleme bezi, temizleme bezinin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дискутується, швабра, швабри
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
postiqe, leckë, përqeshje, leckë të, shtupë dyshemesh
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бърша, рошава коса, мия, MOP, моп
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
швабра
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
narmashari, pühkimine, MOP, pruunistatud, mopiga, mopi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brisati, čistiti, krpa, otrti, grimase, MOP
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mop
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gaurai, šluostas, MOP, valyti, nušluostyti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noraust, mop, mopu, švamme, uzslaucīt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
четка, гримаса, јаже
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pămătuf, spălător, mop, Perie, mop cu, de mop
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grimasa, mop, čistilno, krpa, čistilna, Brisati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
máp, grimasa, mop, ILO, Medzinárodnej organizácie práce
Τυχαίες λέξεις