Ακατέργαστος στα γερμανικά
Μετάφραση: ακατέργαστος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rohöl, primitiv, derb, erdöl, öl, grob, primitive, roh, rohen, rohe, Roh-, raw
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακατέργαστος
ακατέργαστος συνώνυμα, ακατέργαστος χαλαζίας, ακατέργαστος λίθος, ακατέργαστος καπνός, ακατέργαστος συνώνυμο, ακατέργαστος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ακατέργαστος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ακατάλληλος στα γερμανικά - unpassend, ungeeignet, unverwendbar, unangebracht, nicht geeignet, ungeeignete, ungeeigneten
- ακατάστατος στα γερμανικά - ungeregelt, chaotisch, schäbige, abgetragen, schäbig, unordentlich, schlampig, ...
- ακαταστασία στα γερμανικά - schmiere, durcheinander, schlamassel, chaos, kuddelmuddel, unordnung, menge, ...
- ακατοίκητος στα γερμανικά - unbewohnt, unbewohnbar, unbewohnbaren, unbewohnbare, bewohnbar, uninhabitable
Τυχαίες λέξεις
Ακατέργαστος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: rohöl, primitiv, derb, erdöl, öl, grob, primitive, roh, rohen, rohe, Roh-, raw
Μεταφράσεις: rohöl, primitiv, derb, erdöl, öl, grob, primitive, roh, rohen, rohe, Roh-, raw