Εκζήτηση στα σουηδικά
Μετάφραση: εκζήτηση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillgjordhet, anspråksfullhet, pretention
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκζήτηση
εκζήτηση συνώνυμα, εκζήτηση συνώνυμο, εκζήτηση λεξικό γλώσσας σουηδικά, εκζήτηση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εκείνος στα σουηδικά - som, vilken, att, det, den, om att
- εκεχειρία στα σουηδικά - stillestånd, stilleståndet, vapenvila, vapenvilan, vapenstillestånd
- εκθέτω στα σουηδικά - visa, utställning, utställa, display, visning, displayen, visnings, ...
- εκθειάζω στα σουηδικά - beröm, berömma, prisa, upphöja, Exalt, Upphöjen, upphöjer
Τυχαίες λέξεις
Εκζήτηση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tillgjordhet, anspråksfullhet, pretention
Μεταφράσεις: tillgjordhet, anspråksfullhet, pretention