Εκπληρώνω στα σουηδικά
Μετάφραση: εκπληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppfylla, fullgöra, uppfyller, fullfölja, utföra
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπληρώνω
εκπληρώνω συνώνυμο, εκπληρώνω english, εκπληρώνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, εκπληρώνω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εκπληκτικά στα σουηδικά - överraskande, förvånansvärt, överrask, raskande, förvånande
- εκπληκτικός στα σουηδικά - förvånande, överraskande, raskande, överrask, konstigt
- εκποιώ στα σουηδικά - sälja, sälja upp, sälja högst, avyttra upp, sälja maximalt
- εκπομπή στα σουηδικά - utsläpp, utsläpps, emissions, utsläppen, för utsläpp
Τυχαίες λέξεις
Εκπληρώνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: uppfylla, fullgöra, uppfyller, fullfölja, utföra
Μεταφράσεις: uppfylla, fullgöra, uppfyller, fullfölja, utföra