Λέξη: κοπανίζω

Συνώνυμα: κοπανίζω

γκαρίζω, ογκανίζω, κτυπώ, κακοποιώ, σφυροκοπώ, τρίβω, βαρώ, χτυπώ, ξυλίζω, αλωνίζω, κτυπώ με πλατύ πράγμα, χτυπώ με πλατύ πράγμα

Μεταφράσεις: κοπανίζω

κοπανίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pound, thwack, maul, bray, thrash

κοπανίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
majar, golpear, machacar, libra, aporrear

κοπανίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zerdrücken, schlagen, zerschmettern, rammen, pfund, prügeln, thwack

κοπανίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pulvériser, pilonner, concasser, frapper, cogner, battre, broyer, livre, piler, casser, claque

κοπανίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
libbra, colpire, battere, pestare, botta, tHWACK, botto, tonfo, schiocco

κοπανίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
socar, britar, pisar, calcar, paulada, thwack, espancar, bordoada, pancada forte

κοπανίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pond, stampen, bonzen, dreun, dreun geven, harde klap

κοπανίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
размельчить, истолочь, натолочь, раздроблять, размельчать, бомбардировать, распрямлять, загородка, растереть, фунт, толочь, трамбовать, биться, колотить, дробить, бить

κοπανίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pund, thwack

κοπανίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
KLAPPA TILL, thwack

κοπανίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tallustella, naula, hakata, kolhia, survoa, lyödä, punta, tarha, läimäyttää, läjähdys, thums, läimäys

κοπανίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
thwack, berømte slag, det berømte slag

κοπανίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bít, roztlouct, tlouci, drtit, libra, beranit, rozmlátit, rozdrtit, tlouct, thwack

κοπανίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
walić, rozgniatać, funt, ucierać, tłuc, machnąć, wykuksać, buchać, ciachać

κοπανίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ól, puff, ütés, ütlegel

κοπανίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
darbe, pat küt vurma, vuruş, pat küt vurmak, dövmek

κοπανίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бити, бити на, битиме

κοπανίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prish, goditje, godit

κοπανίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фунт, натупвам здравата, бия силно с пръчка, звук то силен удар

κοπανίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кнiга, біць

κοπανίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Läjähdys, Läimäys, Läimäyttää

κοπανίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
satjerati, izudarati, tući, pljuska, udarac, snažan udarac

κοπανίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
thwack

κοπανίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svaras, pliekti, tėkštis, Machnąć, Ciachać, Pacnąć

κοπανίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mārciņa, dauzīt, sitiens, sist

κοπανίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
thwack

κοπανίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aghesmui, bate

κοπανίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tlačeni, libra, Thwack

κοπανίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
libra, thwack
Τυχαίες λέξεις