Φλεγμονή στα τούρκικα
Μετάφραση: φλεγμονή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iltihap, inflamasyon, enflamasyon, iltihabı, inflamasyonu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φλεγμονή
φλεγμονή δόντια, φλεγμονή στο λαιμό, φλεγμονή τραχήλου, φλεγμονή τεστ παπ, φλεγμονή εντέρου, φλεγμονή λεξικό γλώσσας τούρκικα, φλεγμονή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- φλας στα τούρκικα - an, flaş, Flash, Lütfen Flash, hızlı, parlama
- φλεγματικός στα τούρκικα - ağırkanlı, soğukkanlı, phlegmatic, balgam, duygusuz
- φλεγόμενος στα τούρκικα - tutuşmuş, afire, alev alev, alevler içindeki
- φλιτζάνι στα τούρκικα - kase, fincan, bardak, bardağı, cup, kupa
Τυχαίες λέξεις
Φλεγμονή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: iltihap, inflamasyon, enflamasyon, iltihabı, inflamasyonu
Μεταφράσεις: iltihap, inflamasyon, enflamasyon, iltihabı, inflamasyonu