Λέξη: παιχνιδιάρικος
Σχετικές λέξεις: παιχνιδιάρικος
παιχνιδιάρικος συνώνυμα
Συνώνυμα: παιχνιδιάρικος
παιγνιδιάρης, γατοειδής
Μεταφράσεις: παιχνιδιάρικος
παιχνιδιάρικος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
playful, tricksy, kittenish, Playing
παιχνιδιάρικος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
juguetón, juguetona, lúdico, lúdica, juguetones
παιχνιδιάρικος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spielerisch, verspielt, ausgelassen, verspielter, spielerische
παιχνιδιάρικος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enjoué, folâtre, folichon, badin, railleur, rigolo, facétieux, joueur, espiègle, drolatique, lutin, ludique, ludiques, enjouée
παιχνιδιάρικος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giocoso, scherzoso, giocosa, playful, ludico, ludica
παιχνιδιάρικος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
brincalhão, playful, lúdico, lúdica, divertido
παιχνιδιάρικος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
speels, schelmachtig, snaaks, dartel, guitig, speelse, ludieke
παιχνιδιάρικος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дурашливый, игривый, шутливый, веселый, резвый, игривая, игривые, игривым, игривой
παιχνιδιάρικος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leken, lekende, lekne, lekent, lek
παιχνιδιάρικος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skämt, lekfull, lekfulla, lekfullt, skämtsamt
παιχνιδιάρικος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sukkela, leikkisä, leikillinen, veikeä, leikkisiä, leikkisää, leikkisän, playful
παιχνιδιάρικος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
legende, legesyg, legesyge, legesygt, playful
παιχνιδιάρικος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žertovný, hravý, dovádivý, laškovný, hravé, hravá, hraví, hravou
παιχνιδιάρικος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żwawy, figlarny, filuterny, żartobliwy, wesoły, swawolny, zabawny, zabawy
παιχνιδιάρικος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bohó, játékos, vidám, játékosan, a játékos
παιχνιδιάρικος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oynak, eğlenceli, oyuncu, neşeli, şakacı
παιχνιδιάρικος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
партнер, грайливий, грайливе
παιχνιδιάρικος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i gjallë, lozonjar, gjallë, të gjallë, e gjallë
παιχνιδιάρικος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
игривия, игрив, закачлив, игриво, игриви, игрива
παιχνιδιάρικος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гуллівы
παιχνιδιάρικος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mänguhimuline, vallatu, mänguline, mängulised, mängulise
παιχνιδιάρικος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ironičan, razigran, zabavan, nestašan, nestašni, razigrani, zaigran, razigrana, zaigrana
παιχνιδιάρικος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjörugur, gáskafullt, slá á
παιχνιδιάρικος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žaismingas, žaisminga, žaismingumo, žaismingi
παιχνιδιάρικος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jautrs, rotaļīgs, rotaļīgu, rotaļīga, draiska
παιχνιδιάρικος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
игрива, разиграни, разигран, радосна, разиграна
παιχνιδιάρικος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jucăuș, jucaus, ludic, jucăușă, jucausa
παιχνιδιάρικος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
igriva, igriv, igrivo, igrivi, razigran
παιχνιδιάρικος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
humorný, laškovný, hravý, hravé