Λέξη: κατανέμω

Σχετικές λέξεις: κατανέμω

κατανέμω συνώνυμα, κατανέμω κλίση, κατανέμω συνώνυμο, κατανέμω αγγλικα

Συνώνυμα: κατανέμω

απονέμω, παραχωρώ, παρηχώ, διανέμω, εντοπίζω σημείο, εντοπίζω θέση

Μεταφράσεις: κατανέμω

κατανέμω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
allocate, ration, apportion, allot

κατανέμω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
racionar, ración, prorratear, etapa, adjudicar, ración de, raciones, la ración, racionamiento

κατανέμω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuteilen, zugeteilt, ration, zuteilung, Ration, Verhältnis

κατανέμω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rationnent, ration, répartir, portion, droit, réglementer, partager, espacer, affecter, attribuer, assigner, disloquer, rationnez, rationnons, distribuer, diviser, rations, la ration, ration de, rationnement

κατανέμω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
distribuire, razione, stanziare, razionare, assegnare, rapporto, razione di, razioni

κατανέμω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
antes, melhor, bastante, muito, racionar, ração, Ration, de ração, ração de, rações

κατανέμω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rantsoen, toekennen, portie, verhouding, ratio, ratie

κατανέμω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нормировать, рацион, делить, локализовать, распределить, расположить, выделять, порция, распределять, разделять, разместить, довольствие, назначать, пайка, порцион, ассигновать, паек, рациона, рационе

κατανέμω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rasjonere, rasjon, tildele, rasjonen, sjon

κατανέμω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tilldela, anslå, ranson, portion, ransonen, behovet

κατανέμω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osittaa, kohdentaa, jakaa, antaa, annos, myöntää, varata, annoksesta, Abp, annoksen, rehuna

κατανέμω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ration, foderration, rationen

κατανέμω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozdělit, rozvrhnout, dávka, porce, příděl, přiřknout, určit, rozmístit, přidělit, Poměr, krmná dávka, krmnou dávkou

κατανέμω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podzielić, asygnować, wyznaczać, wydzielać, wyznaczyć, racja, przydzielać, rozmieszczać, przysądzać, alokować, rozkładać, porcja, racjonować, rozdzielać, rozłożyć, przydział, stosunek, racje

κατανέμω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fejadag, élelmiszeradag, adag, Arány, adagban, adagként, takarmányadag

κατανέμω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pay, paylaştırmak, tayın, rasyon, oranı, ration, katyon

κατανέμω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відношення, розмістити, розподіліть, пропорція, розділяти, коефіцієнт, співвідношення, розподілити, ділити, виділяти, раціон, раціону

κατανέμω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
racion, racionin, racioneve, racioni, i jap ushqime

κατανέμω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дажба, съотношение, порция, порцион

κατανέμω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рацыён

κατανέμω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reserveerima, jaotama, varuma, normima, ratsioon, ratsioonis, toidutarbe rahuldamiseks, ratsiooni, toidutarbe

κατανέμω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
provizija, rezervirati, porcija, namijeniti, obrok, obroci, razdijeliti, alocirati, odmjeriti, omjer, ration

κατανέμω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sóknir, hlutfallið, aðar, uðir

κατανέμω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skirstyti, racionas, raciono, racione, racioną, davinys

κατανέμω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
deva, devu, attiecība, devā, barības devas

κατανέμω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дажба, соодносот, дажби

κατανέμω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
raţie, rație, rația, ratie, rației, ratia

κατανέμω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dávka, ration, obrok, obroku

κατανέμω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dávka, prídel, pridelenie, pridelená, pridelené prostriedky, prostriedky pridelené
Τυχαίες λέξεις