Üheaegne στα ελληνικά

Μετάφραση: üheaegne, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονος, ταυτόχρονη, ταυτόχρονης, ταυτόχρονα, ταυτόχρονες
Üheaegne στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antratsiit στα ελληνικά - ανθρακίτης, ανθρακίτη, ανθρακί, του ανθρακίτη, τον ανθρακίτη
  • arstim στα ελληνικά - φάρμακο, φαρμάκου, ναρκωτικών, φαρμάκων, ναρκωτικά
  • erudeeritud στα ελληνικά - λόγιος, πολυμαθής, περισπούδαστου, λόγιου, εμβριθής, πολυμαθείς
  • mõistetamatu στα ελληνικά - ακατάληπτος, ακατάληπτο, ακατανόητη, ακατάληπτα, ακατανόητα
Τυχαίες λέξεις
Üheaegne στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονος, ταυτόχρονη, ταυτόχρονης, ταυτόχρονα, ταυτόχρονες