Ταυτόχρονος στα εσθονικά
Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üheaegne, samaaegse, samaaegne, üheaegse, samaaegset
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος
ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ταυτόχρονος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ταυτότητα στα εσθονικά - samasus, isikutõend, identsus, samastumine, identifitseerimine, isik, identiteet, ...
- ταυτόχρονα στα εσθονικά - samaaegselt, üheaegselt, samal ajal, korraga, samal
- ταφή στα εσθονικά - muldasängitamine, matmine, matus, matmise, matmiseks, matmist, mattes
- ταφόπετρα στα εσθονικά - hauakivi, gravestone, hauaplaadiks, hauaplaat, hauakivile
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: üheaegne, samaaegse, samaaegne, üheaegse, samaaegset
Μεταφράσεις: üheaegne, samaaegse, samaaegne, üheaegse, samaaegset