Ühinenud στα ελληνικά

Μετάφραση: ühinenud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύμμαχος, συμμαχικός, ενωμένος, Ηνωμένες, ενωμένη, Ηνωμένων, ενωμένης
Ühinenud στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aspekt στα ελληνικά - στιγμή, άποψη, πτυχή, όψη, πλευρά, στοιχείο
  • kesksõna στα ελληνικά - μετοχή, μετοχής, μετοχή γραμματικής
  • koolnulik στα ελληνικά - νεκρός, νεκρών, νεκρά, νεκρό, νεκρούς
  • metallurgia στα ελληνικά - μεταλλουργία, μεταλλουργίας, τη μεταλλουργία, της μεταλλουργίας, μεταλλουργίας του
Τυχαίες λέξεις
Ühinenud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύμμαχος, συμμαχικός, ενωμένος, Ηνωμένες, ενωμένη, Ηνωμένων, ενωμένης