Λέξη: νευρικός

Σχετικές λέξεις: νευρικός

νευρικός σύζυγος, νευρικός ιστός, νευρικός κλονισμός συμπτώματα, νευρικός εραστής, νευρικός άνθρωπος, νευρικός κλονισμός θεραπεία, νευρικός κλονισμός, νευρικός κλονισμός ορισμός, νευρικός βήχας, νευρικός σωλήνας

Συνώνυμα: νευρικός

κοφτερός, ευερέθιστος, σπασμωδικός, ανήσιχος, απότομος, αναστατώμενος, νευριασμένος, εκνευρισμένος, ξετσίπωτος, θρασύς, ανήσυχος, φοβισμένος, νευροπαθής, ευέξαπτος, νευρώδης, αυτοσυνειδητός, ευσυνείδητος

Μεταφράσεις: νευρικός

νευρικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nervous, restive, edgy, jumpy, fidgety, jittery

νευρικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nervioso, nerviosa, vanguardista, afilado, crispado

νευρικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ängstlich, bange, unruhig, nervös, kantig, edgy, kantigen, nervöse

νευρικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nerveux, mutin, réfractaire, récalcitrant, intimidé, agité, inquiet, craintif, rétif, énervé, edgy, nerveuse, énervée

νευρικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nervoso, tagliente, edgy, spigoloso, irritabile

νευρικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nervoso, nervo, irritável, edgy, nervosa, irritado

νευρικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bang, nerveus, zenuwachtig, prikkelbaar, scherp, gespannen, edgy, stoere

νευρικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
норовистый, беспокоящийся, мускулистый, нервозный, нервический, выразительный, упрямый, нервный, беспокойный, нервничающий, слабонервный, взволнованный, сильный, своенравный, острый, резкий, острым, нервничала, острыми

νευρικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nervøs, edgy, irritabel

νευρικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nervös, edgy, lättretligt, kantig, vass, lättretlig

νευρικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rauhaton, hätäinen, säikky, äksy, levoton, hermostunut, ärtyisä, edgy, särmikäs, ärhäkät

νευρικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nervøs, edgy, kantet, kantede, irritabel

νευρικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzpurný, nervózní, jankovitý, podrážděný, ostrý, podrážděně, podrážděná

νευρικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nerwowy, krnąbrny, oporny, narowisty, kanciasty, ostry, drażliwy, edgy

νευρικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ideges, éles, merész, kontúros, edgy

νευρικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
korkak, sinirli, edgy, sinirli bir, gergin, alıngan

νευρικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відновлення, повертання, нервовий, повернення, схвильований, дужий, мускулистий, реституція, гострий, гостре, гостру, гостра

νευρικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paduruar, me teh, paduruar, teh, mprehtë

νευρικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нервен, кибритлия, Спорно, изразителна, остър

νευρικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
востры, вострае, вострая

νευρικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
närviline, kärsitu, edge, edge in, teravaääreline

νευρικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neposlušan, uzbuđen, razdražljiv, živčan, jogunast, nestrpljiv, tvrdoglav, nervozan, uzrujan, naoštren, oštar, napeto, hrabar

νευρικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
taugaveiklaður, fælinn, Viðkvæmt, óþolinmóður

νευρικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sudirgęs, edgy

νευρικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nervozs, ass, šķautnains, vienlaikus izaicinoši

νευρικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
напнат, стрмниот, нервозни

νευρικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nervos, iritat, edgy, nervosi, provocator

νευρικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nervózní, Oster, razdražljiv, edgy, Naoštren, ostra

νευρικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nedočkavý, podráždený
Τυχαίες λέξεις