Λέξη: τιμαλφή

Σχετικές λέξεις: τιμαλφή

τιμαλφή σημαινει, τιμαλφή στεφανα, τιμαλφή τι σημαινει, τιμαλφή σημασία, τιμαλφή βικιπαιδεια, τα τιμαλφή, τιμαλφή ερμηνεια

Συνώνυμα: τιμαλφή

κοσμήματα, μπιζού, στολίδια, πολύτιμα είδη, πολύτιμα πράγματα

Μεταφράσεις: τιμαλφή

τιμαλφή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
possessions, valuables, jewelery, jewelry, curios

τιμαλφή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bienes, valores, objetos de valor, valor, de valor, los objetos de valor

τιμαλφή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Wertsachen, Wertgegenstände, Wertgegenständen

τιμαλφή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
propriété, objets de valeur, valeurs, les objets de valeur, des objets de valeur, de valeur

τιμαλφή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proprietà, oggetti preziosi, valori, oggetti di valore, valore, preziosi

τιμαλφή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
possessão, possessões, objetos de valor, valores, valor, objectos de valor, artigos de valor

τιμαλφή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boeltje, bezittingen, kostbaarheden, waardevolle spullen, waardevolle, waardevolle voorwerpen, waardevolle bezittingen

τιμαλφή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обладание, манатки, собственность, имущество, владение, ценности, драгоценности, ценностей, ценные вещи, ценные

τιμαλφή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
verdisaker, verdisakene, oppbevare verdisakene, kan oppbevare verdisakene, verdi

τιμαλφή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
värdesaker, värdeföremål, värde, värdesaker i

τιμαλφή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arvoesineet, arvoesineiden, arvoesineitä, arvotavarat, arvoesineistä

τιμαλφή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
værdigenstande, værdier, af værdigenstande

τιμαλφή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vlastnictví, cennosti, cenností, cenných předmětů, ceniny, cenné předměty

τιμαλφή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mienie, chudoba, przedmioty wartościowe, kosztowności, wartościowe, wartościowych, przedmiotów wartościowych

τιμαλφή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyarmatok, értéktárgyak, értékek, értéktárgyakat, értékeket, értéktárgyait

τιμαλφή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
değerli eşyalar, değerli eşyaların, değerli, değerli eşyalarınızı, eşyalarınızı

τιμαλφή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оволодіти, володіння, пожиток, манатки, опанувати, цінності, Оцінка, цінність, цінностей

τιμαλφή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjëra me vlerë, me vlerë, vlerë, vlera të, gjërat e vlefshme

τιμαλφή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
имущество, ценности, ценни, ценностите, на ценности

τιμαλφή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каштоўнасці, каштоўнасьці, каштоўнасць, вартасці

τιμαλφή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väärtesemete, väärisesemeid, väärisesemed, väärtasjad, väärisesemete

τιμαλφή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vlasništvo, posjeda, imovina, posjede, vrijedne stvari, dragocjenosti, dragocjenosti u

τιμαλφή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verðmætum, verðmæti, verðmæta

τιμαλφή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vertybės, vertybių, vertybes, vertingi

τιμαλφή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vērtslietas, vērtslietu, dārglietu, vērtslietām

τιμαλφή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скапоцености, вредносници, вредности, вредните, вредни

τιμαλφή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obiecte de valoare, valoare, valori, de valoare, valorilor

τιμαλφή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dragocenosti, vrednostni, vrednostni predmeti, vrednostne predmete, vrednostnih predmetov

τιμαλφή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
majetky, cennosti, cenností
Τυχαίες λέξεις