Λέξη: καταγώγιο
Συνώνυμα: καταγώγιο
τρώγλη, φωλιά, φωλιά θηρίου, λημέρι, κρυσφύγετο, κατάδυση, βουτιά, άρθρωση, αρμός, κλείδωση, τεμάχιο κρέατος, μέγα τεμάχιο κρέατος
Μεταφράσεις: καταγώγιο
καταγώγιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dive, den
καταγώγιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cueva, zambullirse, guarida, madriguera, cubil, bucear, den, estudio, sala
καταγώγιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterschlupf, höhle, bau, hechtsprung, tauchen, kopfsprung, versteck, Höhle, Bau, den
καταγώγιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sauter, plongez, sentine, plongeons, immersion, nid, plonge, gîte, antre, plongée, tanière, plongent, repaire, plongeur, caverne, submersion, den, fosse
καταγώγιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tana, covo, den, fossa, rifugio
καταγώγιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divã, ninho, mergulho, desmoralizar, mergulhar, antro, covil, den, cova, arrumos
καταγώγιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duiken, holte, grot, spelonk, hol, krocht, den, kamer, kuil
καταγώγιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ныряние, пике, логовище, приличие, погружаться, подныривать, поднырнуть, притон, олива, погружение, окунуться, спикировать, прыжок, окунаться, пикирование, погрузиться, логово, Den, ден
καταγώγιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dukke, stupe, dykke, hule, hiet, hi, den, Dan
καταγώγιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kula, lya, dyka, håla, näste, Den
καταγώγιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakopaikka, sukellus, pesä, soppi, luola, sukeltaa, pulahtaa, pulahdus, syöksy, syöksyä, den
καταγώγιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
synke, dykke, hule, den, the, hulen, danmark
καταγώγιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nora, ponořit, ponoření, potopit, vnořit, skákat, zabořit, brloh, pelech, potopení, doupě, ponořovat, potápět, potápěč, den
καταγώγιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nurkowanie, pogrążać, pieczara, rzucać, nurek, spelunka, melina, nora, legowisko, zanurzać, pikować, wskakiwać, speluna, jaskinia, nurkować, den, kącik
καταγώγιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zuhanás, alábukás, barlang, den
καταγώγιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
batmak, mağara, in, dalmak, den
καταγώγιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кубло, комірчина, комірка, лігво, барліг, примадонни, пірнути, поринути, впірнати, поринати, лігвище, лігва, логово
καταγώγιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhytem, çerdhe, den, shpellë, denarë, strehë
καταγώγιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бърлога, вертеп, ден, бърлогата, рова
καταγώγιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
логава, логавішча
καταγώγιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sukeldumine, koobas, pikee, kabinet, urg, den
καταγώγιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jazbina, upijač, roniti, pećina, sklonište, brlog, jama, den, pećinu, činite pećinu
καταγώγιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kafa, den
καταγώγιο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
specus, cubile, antrum
καταγώγιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
guolis, urvas, den, lindyne
καταγώγιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
midzenis, miga, ala, den
καταγώγιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ден, денари, den
καταγώγιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vizuină, bârlog, cuib, den, groapa
καταγώγιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
den
καταγώγιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pelech, brloh, doupě, dúpä, nora, diery
Τυχαίες λέξεις