Aastaaeg στα ελληνικά

Μετάφραση: aastaaeg, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδο, περίοδος, νοστιμίζω, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Aastaaeg στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aasimine στα ελληνικά - πειράγματα, αστεϊσμό, banter, αστεϊσμός, αστεϊσμού
  • aasta στα ελληνικά - έτος, χρονιά, χρόνος, έτους, χρόνο, περίοδο
  • aastakümme στα ελληνικά - δεκαετία, δεκαετίας
  • aastapikkune στα ελληνικά - διάρκειας ενός έτους, πολυετή, πολύχρονη, ενός χρόνου, την πολυετή
Τυχαίες λέξεις
Aastaaeg στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδο, περίοδος, νοστιμίζω, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου