Λέξη: νόμος

Σχετικές λέξεις: νόμος

νόμος 4174/13, νόμος 4178, νόμος κατσέλη, νόμος 4172, νόμος καλλικράτη, νόμος 4009, νόμος 4250, νόμος 4000, νόμος 4072/12, νόμος 4093, νομος, φεκ, nomos, εκλογικός νόμος, νομοσ, εφαρμοστικός νόμος, αναπτυξιακός νόμος, νόμος αυθαίρετα, νόμος 4024, νόμος αει, νόμος αυθαιρέτων, νόμος για αυθαίρετα, υπερχρεωμένα νοικοκυριά νόμος

Συνώνυμα: νόμος

δίκαιο νομικής, νομική, κομητεία, επαρχία, δήμος, νομοθεσία, θεσμός, τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, κλάδος, υπουργείο

Μεταφράσεις: νόμος

νόμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
law, statute, Act, laws

νόμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derecho, ley, la ley, legislación, el derecho

νόμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jura, gesetz, polizei, rechtswissenschaft, recht, Gesetz, Recht, Rechts

νόμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jurisprudence, ordre, juridique, prescription, précepte, disposition, règle, statut, loi, ordonnance, règlement, judiciaire, police, instruction, droit, la loi, le droit, législation

νόμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diritto, legge, legislazione, il diritto, normativa

νόμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lei, polícia, loureiro, jurisprudência, direito, legislação, o direito, leis

νόμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wet, jurisprudentie, politie, recht, wetgeving, rechtspraak, de wet

νόμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полиция, право, поблажка, закон, суд, правило, отсрочка, юриспруденция, закона, законодательство, правоохранительных

νόμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rett, lov, loven, lovgivning, retten

νόμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lag, juridik, rätten, lagstiftning, lagen, lagstiftningen

νόμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asetus, lakitiede, oikeustiede, laki, poliisi, juridiikka, säädös, oikeuden, lainsäädännön, lain, lainsäädäntöä

νόμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lov, ret, lovgivning, loven, lovgivningen

νόμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zákon, řád, právní, předpis, právo, ustanovení, práva, zákona, právní předpisy

νόμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nakaz, ustawa, legislacja, zasada, ordynacja, prawo, statut, praworządność, przepis, prawa, prawem, ustawy

νόμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törvény, jog, joggal, jogszabályok, jogot

νόμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zabıta, kanun, yasa, adalet, hukuk, hukuku, yasası

νόμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щедрість, закон, закону

νόμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ligj, policia, kanun, ligji, ligjit, të ligjit, ligjin

νόμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
юриспруденция, закон, полиция, право, законодателство, правото, правото на

νόμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
закон

νόμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seadus, õigus, õiguse, õigusega, õiguses

νόμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zakona, zakon, pravo, zakonom, prava

νόμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lög, lögum, lögmál, Lögin, lögmálið

νόμος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lex

νόμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įstatymas, policija, dėsnis, teisė, teisės, teisėsaugos, teisės aktai

νόμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
policija, likums, tiesību akti, tiesībaizsardzības, likumu, tiesību aktos

νόμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
законот, јуриспруденција, закон, право, правото, на законот

νόμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poliţie, lege, drept, dreptul, dreptului, legislația

νόμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zakon, právo, zákon, pravo, zakonodaja, pregona, prava

νόμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
právo, zákon, zákona, zákony, zakon, zákonom

Στατιστικά δημοτικότητας: νόμος

Τυχαίες λέξεις