Absoluutselt στα ελληνικά
Μετάφραση: absoluutselt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύτως, τελείως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absoluut στα ελληνικά - απόλυτος, Απόλυτη, Απόλυτοι, Absolute, Απόλυτο
- absoluutne στα ελληνικά - απόλυτος, απόλυτη, απόλυτο, απόλυτης, απόλυτες
- absorbeerima στα ελληνικά - απορροφώ, να, για, σε, με, για να
- absorbtsioon στα ελληνικά - απορρόφηση, απορρόφησης, Η απορρόφηση, απορρόφηση Η, την απορρόφηση
Τυχαίες λέξεις
Absoluutselt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύτως, τελείως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε
Μεταφράσεις: απολύτως, τελείως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε