Amööb στα ελληνικά
Μετάφραση: amööb, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμοιβάδα, αμοιβάδες, amoeba, αμοιβάδας, η αμοιβάδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amputeerima στα ελληνικά - ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
- amulett στα ελληνικά - φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
- anakronism στα ελληνικά - αναχρονισμός, αναχρονισμό, αναχρονιστικό, αναχρονιστική, αναχρονισμού
Τυχαίες λέξεις
Amööb στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμοιβάδα, αμοιβάδες, amoeba, αμοιβάδας, η αμοιβάδα
Μεταφράσεις: αμοιβάδα, αμοιβάδες, amoeba, αμοιβάδας, η αμοιβάδα