Λέξη: αιτιατική

Σχετικές λέξεις: αιτιατική

αιτιατική ν, αιτιατική του ποσού, αιτιατική δοτική, αιτιατική πτώση, αιτιατική στα γερμανικά, αιτιατική πληθυντικού, αιτιατική του χρόνου, αιτιατική απόλυτη μετοχή, αιτιατική γενική, αιτιατική πτώση παράδειγμα

Μεταφράσεις: αιτιατική

αιτιατική στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accusative, the accusative, accusative case, accusative of, causally

αιτιατική στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acusativo, de acusativo, acusativa, accusatif, el acusativo

αιτιατική στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
akkusativ, Akkusativ, Accusativ

αιτιατική στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accusatif, l'accusatif, accusative, acusativo

αιτιατική στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accusativo, accusative, all'accusativo, accusativa, l'accusativo

αιτιατική στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acusativo, accusative, acusativa, o acusativo, acusativas

αιτιατική στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accusatief, accusativus, accusative, accusatieve, de accusatief

αιτιατική στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аккузатив, винительный, винительного, винительном, винительный падеж, винительного падежа

αιτιατική στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akkusativ, accusative, i akkusativ

αιτιατική στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ackusativ, accusative, ackusativen, ackusativformen, ackusativet

αιτιατική στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
akkusatiivi, accusative, akkusatiivin, akkusatiivissa, akkusatiivia

αιτιατική στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
akkusativ, akk., akkusativen, akk

αιτιατική στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
akuzativ, akuzativu, accusative, akuzativem, akuzativní

αιτιατική στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biernik, biernika, bierniku, accusative, biernikiem

αιτιατική στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tárgyeset, accusative, a tárgyeset, tárgyesetű, tárgyesettel

αιτιατική στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akuzatif, plural, accusative, -i

αιτιατική στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знахідний

αιτιατική στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
akuzues, kallëzore, akuzativ, rasa kallëzore

αιτιατική στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обвинителен, винителен, винителен падеж

αιτιατική στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вінавальны, вінавальным

αιτιατική στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
akusatiiv, sihitis, süüdistav, accusative, akusatiivis, akkusatiivi, sihitise, akusatiivi

αιτιατική στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
optužnica, optužba, akuzativ, akuzativu, u akuzativu, akuzativa, akuzativom

αιτιατική στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þolfall, þolfalli, þolfalli eða

αιτιατική στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
accusativus

αιτιατική στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
galininkas, galininko, accusative, akuzatyvas, galininku

αιτιατική στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akuzatīvs

αιτιατική στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акузатив, винителен

αιτιατική στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acuzativ, acuzativul, în acuzativ, de acuzativ, acuzator

αιτιατική στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tožilnik, accusative, Akuzativ

αιτιατική στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
akuzatív
Τυχαίες λέξεις