Arest στα ελληνικά
Μετάφραση: arest, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολάρο, συλλαμβάνω, κλέβω, βουτώ, λουρί, τσιμπώ, γιακάς, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arengupeetusega στα ελληνικά - εξαιρετικός, προς τα πίσω, πίσω, τα πίσω, καθυστερημένες, καθυστερημένη
- arenguseisak στα ελληνικά - Ανάπτυξη, Ανάπτυξης, Αξιοποίησης, Ανάπτυξης της, την ανάπτυξη
- arestima στα ελληνικά - κρατώ, κατάσχω, συνδέω, καθυστερώ, καταλαμβάνω, συλλαμβάνω, επισυνάπτω, ...
- arestimaja στα ελληνικά - φυλακή, σπίτι, σπιτιού, το σπίτι, κατοικία, οικία
Τυχαίες λέξεις
Arest στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολάρο, συλλαμβάνω, κλέβω, βουτώ, λουρί, τσιμπώ, γιακάς, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Μεταφράσεις: κολάρο, συλλαμβάνω, κλέβω, βουτώ, λουρί, τσιμπώ, γιακάς, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη