Βουτώ στα εσθονικά

Μετάφραση: βουτώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pikee, taskuvaras, sukeldumine, süüvima, varastama, kitsikus, arest, näpistama, langema, submerse
Βουτώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουτώ

βουτώ τα χέρια μου στο κρύο αγγίζω το ξυράφι, βουτώ συνώνυμα, βουτώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, βουτώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • βουρκωμένος στα εσθονικά - veetee, udune, Misty, uduse, uduste, udused
  • βουρτσίζω στα εσθονικά - harjama, pintsel, pühkima, hari, võsa, harja, pintsliga
  • βούλα στα εσθονικά - härg, pull, laik, sõnn, märkama, hüljes, pitsat, ...
  • βούληση στα εσθονικά - volõõnia, tahe, teeb, hakkab
Τυχαίες λέξεις
Βουτώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pikee, taskuvaras, sukeldumine, süüvima, varastama, kitsikus, arest, näpistama, langema, submerse