Diletant στα ελληνικά
Μετάφραση: diletant, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερασιτέχνης, dilettante, ερασιτέχνες, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
![Diletant στα ελληνικά Diletant στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ee-gr-1277.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diktsioon στα ελληνικά - απαγγελία, δικαιοδοσία, δικαιοδοσίας, δοσία, diction
- dilemma στα ελληνικά - δίλημμα, το δίλημμα, διλήμματος, δίλημμα που, δίλλημα
- diletantlik στα ελληνικά - ερασιτέχνης, dilettante, ερασιτέχνες, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
- dimensioon στα ελληνικά - διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων
Τυχαίες λέξεις
Diletant στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερασιτέχνης, dilettante, ερασιτέχνες, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
Μεταφράσεις: ερασιτέχνης, dilettante, ερασιτέχνες, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη