Diletant στα ελληνικά

Μετάφραση: diletant, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερασιτέχνης, dilettante, ερασιτέχνες, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
Diletant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • diktsioon στα ελληνικά - απαγγελία, δικαιοδοσία, δικαιοδοσίας, δοσία, diction
  • dilemma στα ελληνικά - δίλημμα, το δίλημμα, διλήμματος, δίλημμα που, δίλλημα
  • diletantlik στα ελληνικά - ερασιτέχνης, dilettante, ερασιτέχνες, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
  • dimensioon στα ελληνικά - διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων
Τυχαίες λέξεις
Diletant στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερασιτέχνης, dilettante, ερασιτέχνες, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη