Λέξη: δάσος
Σχετικές λέξεις: δάσος
δάσος στροφυλιάς, δάσος αρβανίτσας, δάσος δαδιάς, δάσος της βουλώνης, δάσος φρακτού, δάσος συγγρού, δάσος σέιχ σου, δάσος της φολόης, δάσος κουρί, δάσος ρούβα, το δάσος
Συνώνυμα: δάσος
ξύλο, ξύλα, άλσος, θάμνος
Μεταφράσεις: δάσος
δάσος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
forest, wood, woodland, the forest, woods
δάσος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bosque, arbolado, madera, forestal, bosques, los bosques, bosque de
δάσος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
holz, wald, aufforsten, gehölz, forst, Wald, Waldes, Forst
δάσος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
forestier, bois, sylvestre, forêt, peupler, futaie, foret, boiser, forêts, forestière, la forêt
δάσος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
foresta, legno, legname, legna, selva, bosco, forestale, foreste, foresta di
δάσος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
floresta, prever, bosque, lenha, florestas, preveja, matas, madeira, mata, antever, pau, florestal, da floresta, florestais
δάσος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hout, bos, woud, forest, bossen, het bos
δάσος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заказник, заповедник, лес, леса, лесов, лесной, лесных
δάσος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skog, skogen, forest, av skog
δάσος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skog, skogen, skogs, skogens, skogs-
δάσος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
metsä, puuaine, puu, metsikkö, metsien, metsän, metsänvihreä, metsässä
δάσος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skov, skoven, forestgrøn, skove, forest
δάσος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zalesnit, lesní, les, prales, lesů, lesa
δάσος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
knieja, bór, puszcza, las, leśniczówka, leśny, lasu, forest, lasów
δάσος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erdő, erdészeti, erdei, erdőben, erdőre
δάσος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
orman, Forest, Ormanı, Woud
δάσος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лісовий, ліс, лісу, лес
δάσος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pyll, pyjeve, pyjore, pyjor, e pyjeve
δάσος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гора, лес, горски, горите, на горите, гори
δάσος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лес, дрэва, Літву
δάσος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mets, metsa, metsade, metsas, metsa-
δάσος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šumska, šuma, šumom, šume, gora, šumi, šumu, šumski, šumskih
δάσος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skógur, Forest, skóginum, skóga, skógurinn
δάσος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
silva
δάσος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
miškas, miško, miškų, miškų ūkio, miškai
δάσος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mežs, meži, meža, mežu, mežizstrādes
δάσος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шума, шумски, шумските, шуми, шумата
δάσος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pădure, de pădure, forestier, pădurilor, padure
δάσος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
les, gozd, Gozdarska, gozdovi, gozdni, gozdna
δάσος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
les, lesy, forest
Στατιστικά δημοτικότητας: δάσος
Τυχαίες λέξεις