Distributsioon στα ελληνικά
Μετάφραση: distributsioon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανομή, διανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- distributiivne στα ελληνικά - διανεμητικές, διανεμητικό, διανεμητικής, διανεμητικού, διανεμητική
- distsiplineerimatu στα ελληνικά - αντιπειθαρχικός, απειθαρχη, απείθαρχο, απείθαρχος, απείθαρχα
- divergents στα ελληνικά - απόκλιση, απόκλισης, αποκλίσεις, διαφορά, αποκλίσεων
Τυχαίες λέξεις
Distributsioon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανομή, διανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
Μεταφράσεις: κατανομή, διανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή