Λέξη: πυρηνικός
Σχετικές λέξεις: πυρηνικός
πυρηνικόσ αφοπλισμόσ, πυρηνικός φάκελος, πυρηνικός ιατρός, πυρηνικός φυσικός, πυρηνικός ίκτερος, πυρηνικός αντιδραστήρας, πυρηνικός χειμώνας, πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός, πυρηνικός καταρράκτης, πυρηνικός πόλεμος
Συνώνυμα: πυρηνικός
πύρινος
Μεταφράσεις: πυρηνικός
πυρηνικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nuclear, nuclear power
πυρηνικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nuclear, atómico, nucleares, nuclear de
πυρηνικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kerntechnisch, nuklear, atomar, Atom-, Kern-, Kern
πυρηνικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nucléaire, atomique, nucléaires, nucléaire de
πυρηνικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nucleare, atomico, nucleari, nucleare di
πυρηνικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nuclear, nucleares, nuclear de
πυρηνικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
atomair, nucleair, nucleaire, de nucleaire, kernenergie, kern
πυρηνικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ядерный, атомный, ядерной, ядерное, ядерного, ядерная
πυρηνικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjernekraft, kjernefysiske, atom, kjernefysisk
πυρηνικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nukleär, kärn-, nukleära, kärn, kärnkrafts
πυρηνικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ydin-, ydinaseiden, ydinalan, ydinvoiman, ydinvoima
πυρηνικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nukleare, nuklear, nukleart, det nukleare, den nukleare
πυρηνικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
atomový, nukleární, jaderný, jaderné, jaderná, jaderných
πυρηνικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jądrowy, nuklearny, atomowy, jądrowej, jądrowego
πυρηνικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nukleáris, a nukleáris, atomenergia, atom
πυρηνικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nükleer, çekirdek, bir nükleer, atom
πυρηνικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неядерний, атомний, ядерний, ядерну, ядерного, ядерне
πυρηνικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bërthamor, bërthamore, bërthamor të, bërthamore të, nukleare
πυρηνικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ядрен, ядрената, ядрена, ядрено, ядрени
πυρηνικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ядзерны, ядерный
πυρηνικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tuuma-, tuumaenergia, tuuma, tuumarelva, tuumaenergiaalase
πυρηνικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nuklearan, nuklearni, nuklearna, nuklearnog, nuklearnih, nuklearno
πυρηνικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjarnorku, Nuclear, kjarna, kjarnavopnum, kjarnorkuvopn
πυρηνικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
branduolinis, branduolinės, branduolinio, branduolinių, branduolinė
πυρηνικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kodola, kodolenerģijas, kodolieroču, kodolenerģija, kodolenerģētikas
πυρηνικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нуклеарни, нуклеарна, нуклеарните, нуклеарната, нуклеарно
πυρηνικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nucleu, nuclear, nucleare, nucleară, nucleara, nuclear al
πυρηνικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jedrska, jedrske, jedrsko, jedrskega, jedrskih
πυρηνικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nukleárna, nukleárnej, jadrovej, nukleárne, nukleárnu
Τυχαίες λέξεις